- κακόγουστος
- -η, -οπου έχει κακό γούστο, ακαλαίσθητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άγουστος — η, ο [γούστο] αυτός που δεν έχει γούστο, χάρη, άκομψος, άχαρος, κακόγουστος … Dictionary of Greek
ανάγωγος — η, ο (Α ἀνάγωγος, ον) αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος νεοελλ. (στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή αρχ. 1. κακόγουστος, άσχημος 2. αμαθής, αμόρφωτος 3. έκλυτος, ακόλαστος 4. (για άλογα… … Dictionary of Greek
βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… … Dictionary of Greek
μπανάλ — ο, η, το άκλ. 1. κοινότοπος 2. κακής ποιότητας, κακόγουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. banal < ban «διακήρυξη, δημόσια πρόσκληση, δημοσιοποίηση] … Dictionary of Greek
ακαλαίσθητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει καλαισθησία, κακόγουστος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακαλαίσθητος. 2. (για πράγματα), αυτός που δεν είναι φτιαγμένος με γούστο: Ακριβά τα έπιπλα, αλλά ακαλαίσθητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιαισθητικός — ή, ό επίρρ. ά ακαλαίσθητος, κακόγουστος, άσχημος: Το ντύσιμό της συνήθως είναι αντιαισθητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)